μαντράχαλος

μαντράχαλος
ο , μαντράχαλίνα и μαντράχαλού η дылда, верзила

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μαντράχαλος" в других словарях:

  • μαντράχαλος — ο άνθρωπος υψηλόσωμος και άχαρος, ο κρεμανταλάς: Ο γιος της είναι μαντράχαλος και τεμπέλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαντράχαλος — και μαντραχαλάς, ο (ειρωνικά για πρόσ.) πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς, μαγκλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα + χαλί «διχαλωτό ξύλο στις μάντρες για ανάρτηση» (για τη σημ. τής λ. πρβλ. κρεμανταλάς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»